Ἀντιγόνων

Ἀντιγόνων
Ἀντίγονος
of Antigonus
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιγόνων — ἀντί γονάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀντί γονάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… …   Dictionary of Greek

  • κυτταροτοξικότητα — και κυτοτοξικότητα, η βιολ. ανοσολογική αντίδραση που προκαλεί την καταστροφή όσων κυττάρων παρουσιάζουν αντιγόνα προς αντισώματα ή προς ανοσοανταγωνιστικά κύτταρα τα οποία έχουν παραχθεί εναντίον αυτών τών αντιγόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ραδιοανοσοδοκιμασία — η, Ν (βιοχ.) πολύ ευαίσθητη τεχνική για την ανίχνευση και μέτρηση τών ουσιών με τη χρησιμοποίηση ραδιοεπισημασμένων ειδικών αντισωμάτων ή αντιγόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και αποδόσεις ως προς τα β και γ συνθετικά λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • συμπλήρωμα — το, ΝΜΑ [συμπληρώνω] αυτό που με την προσθήκη του συμπληρώνει, ολοκληρώνει κάτι («συμπλήρωμα τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.) νεοελλ. 1. μέρος βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο σώμα ή προσθήκες 2 …   Dictionary of Greek

  • διαζώτωση — Η εισαγωγή σε μια οργανική ένωση της ομάδας διαζω , δηλαδή δύο ατόμων αζώτου –Ν = Ν– με μία χημική αντίδραση που ανακάλυψε ο Γερμανός χημικός Πέτερ Γκρις (1829 1888) το 1860. Η δ. πραγματοποιείται με νιτρώδες οξύ (ΗΝΟ2) που επιδρά στα… …   Dictionary of Greek

  • ενδοτοξίνες — Δομικά συστατικά των βακτηριακών κυττάρων, που ελευθερώνονται μετά τον θάνατο και την αποδιοργάνωσή τους. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να βρεθούν και σε διυλισμένα υγρά καλλιεργειών (διηθήματα). Στον οργανισμό, η απελευθέρωση των ε. γίνεται όταν… …   Dictionary of Greek

  • αντίσωμα — το ώματος, ουσία που αναπτύσσεται στο αίμα και τα υγρά του σώματος με την επίδραση των αντιγόνων (βλ. λ.) και που βοηθά στην ανοσοποίηση του οργανισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”